Εκδήλωση: Οι Λένιν, Γκράμσι και Λούκατς για το κράτος, την αστική και την εργατική δημοκρατία. Εισήγηση: Η μεθοδολογία των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.

του Θάνου Ανδρίτσου*

H εισήγηση αυτή θα επιδιώξει να περιγράψει τις βασικές πλευρές της μαρξιστικής μεθοδολογίας γύρω από το θέμα του κράτους. Στην πραγματικότητα, στα πλαίσια μιας εκδήλωσης, θα ήταν αδύνατη η εστίαση στο σύνολο του έργου και της σκέψης των κλασσικών του μαρξισμού. Για το λόγο αυτό θα αρκεστούμε στη μελέτη του σημαντικότατου έργου «Κράτος και Επανάσταση» του Λένιν, κρατώντας και το κύριο έργο του Μάρξ για το θέμα του κράτους και της δικτατορίας του προλεταριάτου «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» .

Γιατί έχει σημασία η συζήτηση για το κράτος;

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφτούμε είναι αν και για ποιο λόγο έχει σημασία η συζήτηση για το κράτος; Εκτιμούμε ότι αυτό ακριβώς το θέμα αποτέλεσε ιστορικά ένα από τα πιο φλέγοντα, που καθόρισε την ταξική πάλη και διαφοροποίησε τα επαναστατικά και ρεφορμιστικά ρεύματα. Δεν είναι μονάχα μια «θεωρητική» αντιπαράθεση για το «μετά» της επανάστασης, όπως διατείνονται συχνά όσοι επιδιώκουν τη συσκότιση και το «ξεμπέρδεμα» από την επαναστατική τακτική και στρατηγική. Αντιθέτως, ακριβώς η επαναστατική αντίληψη για το κράτος αποτελεί το κόκκινο νήμα που συνδέει το σήμερα της ταξικής πάλης με το αύριο της στρατηγικής προοπτικής, καθορίζει τη στάση πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Συμβάλλει με καθοριστικό τρόπο στη διαμόρφωση μιας συνολικής λογικής που κάνει το θέμα της εξουσίας πραγματική πλευρά των αγώνων της εργατικής τάξης πέρα από την υποταγή στη νομιμότητα και τον κοινοβουλευτισμό αλλά και πέρα από μια άναρθρη και γενικόλογη επίκληση στην κομμουνιστική κοινωνία χωρίς στοχεύσεις και πρόγραμμα. Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι βέβαια τυχαίος ο ακριβής τίτλος του έργου του Λένιν: « Κράτος και Επανάσταση. Η διδασκαλία του μαρξισμού και τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση».

Σε ποιες συνθήκες γράφτηκαν τα έργα;

Ο τρόπος και οι συγκεκριμένες συνθήκες μέσα στις οποίες τόσο ο Μαρξ όσο και ο Λένιν αποφάσισαν να δώσουν έμφαση στο ζήτημα του κράτους και της αστικής δημοκρατίας είναι πολύ κατατοπιστικός.

Στην περίπτωση της «Κριτικής του προγράμματος της Γκότα»,  ο Μαρξ θεωρεί αναγκαίο να ξεκαθαρίσει τη στάση του ίδιου και του Ένγκελς απέναντι στο σχέδιο προγράμματος του ενωτικού συνεδρίου του 1875 με το οποίο το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα ενώθηκε με τη λασαλική Γερμανική Εργατική Ένωση συγκροτώντας το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Γερμανίας. Εκτιμούν ότι το κείμενο αυτό αποτυπώνει μια σημαντική υποχώρηση στα επαναστατικά κεκτημένα του προγράμματος του κόμματος. Για το λόγο αυτό ο Μαρξ στέλνει ένα γράμμα στον Μπράκε με απεύθυνση την ηγετική ομάδα των Σοσιαλδημοκρατών στο οποίο περιγράφει αναλυτικά τη σφοδρή κριτική του στα περισσότερα από τα σημεία του προγράμματος και κυρίως στο ζήτημα του κράτους. Με απόλυτο τρόπο ξεκαθαρίζει ότι αυτή η υποχώρηση δεν είναι κάτι δευτερεύον ή ένας «αναγκαίος συμβιβασμός» αλλά μια σημαντική στροφή που θα επηρεάσει συνταρακτικά τόσο τις άμεσες όσο και τις πιο μακροπρόθεσμες μάχες του εργατικού κινήματος, αλλά και ολόκληρη την αντιπαράθεση με τα ιδεολογικά ρεύματα εντός της εργατικής τάξης.

Από την πλευρά του ο Λένιν αποφασίζει μόλις λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα της Οκτωβριανής επανάστασης να ασχοληθεί αναλυτικά με αυτές τις πλευρές του μαρξιστικού κεκτημένου. Υποστηρίζει ότι τα πιο επαναστατικά στοιχεία της έχουν αποσιωπηθεί και παρερμηνευτεί από πολλούς από τους επιφανείς εκπροσώπους της σοσιαλδημοκρατίας και βεβαίως από τη δεύτερη Διεθνή και τον Κάουτσκυ ακριβώς για να υποστηριχτεί μια ουσιαστικά αντεπαναστατική στροφή. Για το λόγο αυτό επιλέγει να επαναφέρει και να  συστηματοποιήσει σημαντικά κομμάτια των έργων του Μαρξ και του Ένγκελς. Αντιλαμβάνεται ότι αυτή η προβληματική γύρω από το κράτος και την αστική δημοκρατία είναι αναγκαία στις συνθήκες της προεπαναστατικής Ρωσίας ώστε να ενισχύσει αποφασιστικά την επαναστατική πάλη και τις πολιτικές θέσεις των μπολσεβίκων ειδικά ενάντια στον σοσιαλσοβινισμό. Το έργο εκδίδεται ανολοκλήρωτο, χωρίς το τελευταίο κεφάλαιο «Πείρα των ρώσικων επαναστάσεων του 1905 και του 1917» λόγω της επαναστατικής έκρηξης που οδηγεί το συγγραφέα να αναφέρει στον επίλογο ότι είναι «πιο ευχάριστο και πιο χρήσιμο να πραγματώνεις την “πείρα της επανάστασης”, παρά να γράφεις γι’ αυτήν».

Η μαρξιστική διδασκαλία για το κράτος:

 Ποια είναι η βασική μεθοδολογία; Σε τι συνίσταται η καινοτομία της;

 1. Στο ερώτημα τι είναι το κράτος.

Που απαντάται ότι δεν είναι μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία από έξω, αλλά ένα προϊόν της κοινωνίας και των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων της και όχι «η πραγμάτωση της ηθικής ιδέας» ή του ορθού λόγου όπως έλεγε ο Χέγκελ. Είναι ένα όργανο ταξικής εκμετάλλευσης.

 2. Άρα αφού το κράτος είναι κάτι τέτοιο τότε μπορεί η κοινωνία να υπάρχει χωρίς αυτό. Αν καταργηθούν οι τάξεις, αν καταργηθεί η εκμετάλλευση τότε δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει το κράτος. Άρα ο αγώνας των κομμουνιστών οφείλει να στοχεύει και στο σταμάτημα της ύπαρξης του κράτους.

 3. Πώς όμως θα γίνει αυτό;

1. Με την βίαιη επανάσταση και ανατροπή της  καπιταλιστικής κρατικής μηχανής.

2. Το πέρασμα από το καπιταλιστικό κράτος στον κομμουνισμό δεν μπορεί να γίνει παρά με την ύπαρξη ενός ενδιάμεσου σταδίου κατά το οποίο το κράτος θα το πάρει στα χέρια του το προλεταριάτο ή όπως έλεγε ο Μαρξ «το κράτος, δηλαδή το προλεταριάτο που είναι οργανωμένο σε άρχουσα τάξη». Θα παραμένει λοιπόν το κράτος ως μια δύναμη καταπίεσης αλλά αυτή τη φορά της εκμεταλλεύτριας από την εκμεταλλευομένη τάξη που ο στόχος του θα είναι αφού πάρει τα μέσα παραγωγής να καταργήσει τις τάξεις και να προχωρήσει σταδιακά στην απονέκρωση, το μαρασμό του κράτους.

 Ο μαρξισμός είναι και οι τρείς αυτές πλευρές. Το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, και όχι αιώνια αρχή, άρα μπορεί να ανατραπεί και να σταματήσει να υπάρχει να καταργηθούν οι τάξεις και η εκμετάλλευση και αυτό για να γίνει χρειάζεται επανάσταση και ανατροπή της αστικής εξουσίας, κατάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο, εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας που θα στοχεύει στην πλήρη κατάργηση του κράτους. Κάθε πράγμα που λείπει από αυτά οδηγεί σε τελική ανάλυση σε οπορτουνίστικες, ρεφορμιστικές και αντεπαναστατικές απόψεις.

 Ας προχωρήσουμε όμως περισσότερο:

Τι είναι το κράτος;

 Όπως γράφει ο Έγκελς, στην «Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτος»: «Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας… που διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις… για να μη φθείρουν αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τα αντιμαχόμενα οικονομικά συμφέροντα, τον εαυτό τους και την κοινωνία σε έναν άκαρπο αγώνα, έγινε αναγκαία μια δύναμη, που φαινομενικά στέκει πάνω από την κοινωνία, για να αμβλύνει αυτή τη σύγκρουση, να την κρατά μέσα στα όρια της τάξεως».

Ο Λένιν συνεχίζει ότι η διαστρέβλωση του Μαρξ οδήγησε μικροαστούς θεωρητικούς στο να υποστηρίζουν ότι είναι όργανο «συμφιλίωσης των τάξεων». Όμως δεν είναι έτσι, ακριβώς γιατί κατά τον Μαρξ το κράτος δεν θα εμφανιζόταν καν αν ήταν εφικτή η συμφιλίωση των τάξεων.

Συνεχίζει ο Έγκελς: «Επειδή το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη χαλιναγώγησης των ταξικών αντιθέσεων και επειδή ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση των τάξεων αυτών, είναι κατά γενικό κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξεως, που με τη βοήθεια του κράτος γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη και αποκτά έτσι νέα μέσα για την καθυπόταξη και την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης». Αυτό ισχύει και για το «σημερινό αντιπροσωπευτικό κράτος που είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο»

Τι συμβαίνει όμως με τη ρεπουμπλικανική- κοινοβουλευτική δημοκρατία; Σύμφωνα με τον Έγκελς σε αυτήν «ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του, αλλά για αυτό την ασκεί ασφαλέστερα.» Συνεχίζει ο Λένιν . «Η ρεπουμπλικάνικη δημοκρατία είναι το καλύτερο πολιτικό περίβλημα του καπιταλισμού και για αυτό το κεφάλαιο, κατακτώντας αυτό το καλύτερο περίβλημα, θεμελιώνει την εξουσία του με τόση ασφάλεια με τόση σιγουριά που καμία αλλαγή ούτε προσώπων ούτε θεσμών ούτε κομμάτων μέσα στο αστικό δημοκρατικό πολίτευμα δεν κλονίζει αυτή την εξουσία.»

Αυτή η διατύπωση, βέβαια, σε τίποτα δεν ταυτίζεται με μια υποτίμηση των πιθανοτήτων αντιδημοκρατικών εκτροπών από την κοινοβουλευτική δημοκρατία, επιλογής από το κεφάλαιο άλλων μορφών πολιτευμάτων όπως ο φασισμός ή οι δικτατορίες ειδικά σε περιόδους κρίσεων και αδυναμίας εξάσκησης της αστικής ηγεμονίας με διαφορετικό τρόπο.

Το καθολικό εκλογικό δικαίωμα εκτιμάται ως «δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερα δεν  μπορεί να δώσει.»

Πως πρέπει να τοποθετούμαστε απέναντι στην κοινοβουλευτική δημοκρατία;

Όπως γράφει ο Λένιν « Εμείς υποστηρίζουμε τη ρεπουμπλικανική δημοκρατία, σαν την καλύτερη για το προλεταριάτο μορφή κράτους στην περίοδο του καπιταλισμού, δεν έχουμε όμως το δικαίωμα να ξεχνάμε ότι η μισθωτή δουλεία είναι η μοίρα του λαού ακόμη και στο πιο δημοκρατικό αστικό πολίτευμα.» Και αλλού « Στην καπιταλιστική κοινωνία, με την προϋπόθεση ότι αναπτύσσεται όσο το δυνατό πιο ευνοϊκά, έχουμε στο δημοκρατικό πολίτευμα ένα λίγο- πολύ πλήρη δημοκρατισμό. Ο δημοκρατισμός αυτός όμως συμπιέζεται πάντοτε από τα στενά πλαίσια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και έτσι παραμένει πάντα στην ουσία δημοκρατισμός για τη μειοψηφία, μόνο για τις εύπορες τάξεις, μόνο για τους πλούσιους. Η ελευθερία της καπιταλιστικής κοινωνίας μένει πάντα στα περίπου ίδια, όπως ήταν η ελευθερία στις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες: ελευθερία για τους δουλοκτήτες.»

Το λεπτό θέμα της ισότητας και της δημοκρατίας, και η διαλεκτική της προόδου και της οπισθοδρόμησης της αστικής  κοινωνίας.

Ο μαρξισμός πάντοτε έπιανε τα στοιχεία της προόδου που έφερε στην ανθρωπότητα η αστική επανάσταση και η αστική κοινωνία. Με αυτή την έννοια σαφώς εκτιμάται το πολύτιμο της τυπικής ισότητας στη δημοκρατία, η υπέρβαση του προσδιορισμού του ατόμου ως αντικείμενο στα χέρια του φεουδάρχη. Ωστόσο αναγνωρίζεται πως αυτή η ισότητα θα είναι πάντοτε μερική, η δημοκρατία θα είναι πάντοτε ψευδής όσο θα συνεχίζεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση στην παραγωγή, όσο ο εργάτης θα κατέχει μόνο την εργατική του δύναμη την οποία θα πουλά στον κάτοχο των μέσων παραγωγής. Αυτή την ανισότητα δεν μπορεί να την υπερβεί ποτέ το καπιταλιστικό σύστημα για αυτό και οι κομμουνιστές δεν μπορούν να περιμένουν την υπέρβαση της σημερινής κατάστασης ως μια διαδικασία ενίσχυσης των δημοκρατικών στοιχείων του πολιτεύματος, ως μια ειρηνική διαδικασία μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Αυτή είναι και η βασική κριτική του Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα για τη διακήρυξη για το ελεύθερο λαϊκό κράτος.

Πώς θα γίνει η μετάβαση;

 Ένα από τα πιο κρίσιμα συμπεράσματα του Μαρξ από την παρισινή κομμούνα ήταν η φράση ότι απόδειξε ότι η «εργατική τάξη δεν μπορεί να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς». Η εκτίμηση αυτή διαστρεβλωμένη από το ρεφορμισμό οδήγησε σε υπεράσπιση μιας διαδικασίας αργής εξέλιξης, μετριοπάθειας από την εργατική τάξη, άρνηση κατάληψης της εξουσίας και άρνηση της επανάστασης. Ο Έγκελς αργότερα, αλλά και ο Λένιν επαναφέροντας τη στο «Κράτος και επανάσταση» ξεκαθαρίζουν το επαναστατικό της νόημα. Γράφει: « Η σκέψη του Μαρξ συνίσταται στο ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψη της.» Είναι σαφές ότι η πράξη της επανάστασης είναι ουσιαστικά ή πράξη της κατάληψης της κρατικής εξουσίας.

Έχει σημασία η σφοδρότητα της πολεμικής του Μαρξ και του Λένιν απέναντι στους ρεφορμιστές ακριβώς πάνω στην επαναστατική διαδικασία και το ζήτημα του κράτους. Αλλά και από την άλλη μεριά του αναρχικού ρεύματος. Σε καμιά περίπτωση η εναντίωση με το αναρχικό ρεύμα δεν εστιάζεται στο ότι η κατάργηση του κράτους τους ανήκει σαν αίτημα, ενώ οι κομμουνιστές παλεύουν για κάτι άλλο, όπως υποστήριζαν τα ρεφορμιστικά και κατ΄ όνομα μαρξιστικά ρεύματα . Αντιθέτως, γράφει ο Λένιν « δεν εξεγειρόταν καθόλου εναντίον της θέσης ότι το κράτος θα εξαφανιστεί με την κατάργηση των τάξεων ή ότι θα καταργηθεί με την κατάργηση τους, αλλά εναντίον της θέσης ότι οι εργάτες πρέπει να παραιτηθούν από τη χρήση των όπλων, από την οργανωμένη βία, δηλαδή από το κράτος, που οφείλει να εξυπηρετεί τον εξής σκοπό: να σπάσει την αντίσταση της αστικής τάξης». Δηλαδή η κατάληψη του κράτους από τους εργάτες είναι επαναστατικό τους καθήκον απέναντι στην αστική τάξη και την προσπάθεια διατήρησης και επανάκτησης της εξουσίας της.

 Ας συνεχίσουμε όμως στο ζήτημα της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό: Γράφει ο Μαρξ το περίφημο: «Ανάμεσα στην καπιταλιστική και στην κομμουνιστική κοινωνία βρίσκεται η περίοδος επαναστατικής μετατροπής της πρώτης στη δεύτερη. Και σε αυτή την περίοδο αντιστοιχεί μια πολιτική μεταβατική περίοδος, και το κράτος αυτής της περιόδου δεν μπορεί  να είναι τίποτε άλλο, παρά η επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου.»

Πολύ αναλυτικά επιλέγει ο Λένιν να περιγράψει την αντιπαράθεση του Μαρξ και του Ένγκελς με τους αναρχικούς, στην πράξη όμως στοχεύοντας περισσότερο τους ρεφορμιστές που είχαν διαστρεβλώσει τα λεγόμενά τους. Γράφει: « Ο μαρξισμός δίδασκε πάντα ότι μαζί με την κατάργηση των τάξεων θα συντελεστεί και η κατάργηση του κράτους. Στο πασίγνωστο σημείο του Αντι- Ντίρινγκ για την «απονέκρωση του κράτους» οι αναρχικοί δεν επικρίνονται απλώς επειδή τάσσονται υπέρ της κατάργησης του κράτους, αλλά επειδή κηρύσσουν ότι τάχα το κράτος είναι δυνατό να καταργηθεί “από τη μια μέρα στην άλλη”». To κεντρικό είναι το θέμα του σκοπού και των μέσων. Δηλαδή, όπως γράφει ο Λένιν «δεν διαφωνούμε καθόλου με τους αναρχικούς στο ζήτημα της κατάργησης του κράτους ως σκοπό. Υποστηρίζουμε ότι για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι απαραίτητη η προσωρινή χρήση των οργάνων, των μέσων και των μεθόδων της κρατικής εξουσίας εναντίον των εκμεταλλευτών, όπως για την κατάργηση των τάξεων είναι αναγκαία η προσωρινή δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης». Με την έννοια αυτή το κράτος είναι απαραίτητο «μόνο προσωρινά» στο προλεταριάτο.

Η συμφωνία στο σκοπό, βέβαια, δε μειώνει την πολεμική προς τους αναρχικούς που αρνούνται τα επαναστατικά καθήκοντα του προλεταριάτου. Όπως σημειώνει, αναφερόμενος και στον Έγκελς «η αναρχική αντίληψη για την κατάργηση του κράτους είναι μπερδεμένη και μη επαναστατική.», «οι αναρχικοί δεν θέλουν να δουν όντως την επανάσταση στη γέννηση και την ανάπτυξή της, στα ειδικά της καθήκοντα απέναντι στη βία, στο κύρος, στην εξουσία, στο κράτος». Αναρωτιέται ο Λένιν μαζί με τον Μαρξ: «Πρέπει άραγε οι εργάτες «να καταθέσουν τα όπλα» μόλις αποτινάξουν το ζυγό των καπιταλιστών ή πρέπει να τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των καπιταλιστών για να κάμψουν την αντίστασή τους; Και η συστηματική χρήση των όπλων από μια τάξη εναντίον άλλης τάξης τι άλλο είναι, αν όχι μια «παροδική μορφή κράτους»;»

Το δίδαγμα της Κομμούνας:

 Το παράδειγμα της Παρισινής Κομμούνας, της νίκης και της ήττας της είναι πολύ χαρακτηριστικό στη συλλογιστική τόσο των Μαρξ και Έγκελς, όσο και του Λένιν. Δεν θα εστιάσουμε σε αυτή την εισήγηση καθώς αυτό είναι και το αντικείμενο μιας άλλης συζήτησης που θα λάβει χώρα. Ωστόσο το βασικό στοιχείο είναι αποτελεί βάση για την κριτική τόσο απέναντι στο ρεφορμισμό όσο και στον αναρχισμό. Από τη μια μεριά η αναγνώριση ότι η Παρισινή Κομμούνα, όπως και όλες οι παλαιότερες επαναστάσεις αρκούνταν στην τελειοποίηση της κρατικής μηχανής και όχι στο τσάκισμά της, που είναι αναγκαίο για την εγκαθίδρυση μιας άλλης εξουσίας.

Από την άλλη γίνεται βάση για την πιο σκληρή πολεμική ενάντια στο αναρχικό ρεύμα, του υποστηρικτές τους οποίου ρητά ρητορικά ο Έγκελς αν έχουν δει ποτέ μια επανάσταση, που είναι «το αυθεντικότερο πράγμα που μπορεί να υπάρξει». «Θα κρατούσε ποτέ η Παρισινή Κομμούνα, έστω και μια μέρα, αν δεν είχε χρησιμοποιήσει εναντίον της αστικής τάξης το κύρος του οπλισμένου λαού; Αντίθετα, δεν έχουμε άραγε δίκιο να επικρίνουμε την Κομμούνα για το ότι δεν χρησιμοποίησε το κύρος όσο έπρεπε; Επομένως ένα από τα δύο: ή οι αντίπαλοι του κύρους δεν ξέρουν τι λένε και προκαλούν μόνο σύγχυση, ή ξέρουν, και στην περίπτωση αυτή προδίνουν την υπόθεση του προλεταριάτου. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση εξυπηρετούν μόνο την αντίδραση».

Η πορεία προς την απονέκρωση του κράτους

 Η θέση του Λένιν και του Μαρξ είναι σαφής, ότι για η πορεία προς τον κομμουνισμό και την απονέκρωση- μαρασμό του κράτους, δεν μπορεί παρά να περάσει μέσα από τη δικτατορία του προλεταριάτου,  «το κράτος, δηλαδή το οργανωμένο σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτο» καθώς δεν υπάρχει άλλη δύναμη ικανή να τσακίσει την αντίσταση των καπιταλιστών.’

Όπως γράφει ο Λένιν, «η παραλλαγή της δημοκρατίας κατά τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό», είναι η «δημοκρατία για την τεράστια πλειονότητα του λαού και καθυπόταξη με τη βία, δηλαδή αποκλεισμός των εκμεταλλευτών, των καταπιεστών του λαού από τη δημοκρατία.» Το σημείο αυτό έχει μεγάλη σημασία. Το κράτος παραμένει όργανο κυριαρχίας, αλλά αυτή τη φορά από την συντριπτική πλειοψηφία προς την οικτρή μειοψηφία, δεν είναι όμως και τότε «προς το συμφέρον της ελευθερίας», όπως έγραφε ο Έγκελς. Γιατί για να υπάρχει πραγματική ελευθερία οφείλουν να έχουν διαμορφωθεί πάνω από όλα οικονομικές προϋποθέσεις της. Τότε μόνο μπορεί να απονεκρωθεί και το κράτος. Τα λόγια του Λένιν είναι πολύ σημαντικά.

«Μόνο στην κομμουνιστική κοινωνία, όταν η αντίσταση των καπιταλιστών θα έχει τσακιστεί οριστικά, όταν θα έχουν εξαφανιστεί οι καπιταλιστές, όταν δεν θα υπάρχουν τάξεις (δηλαδή δεν θα γίνονται διακρίσεις ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας ως προς τη σχέση τους με τα κοινωνικά μέσα παραγωγής)- μόνο τότε “εξαφανίζεται το κράτος και μπορούμε να μιλάμε για ελευθερία”.

 

Και πώς θα είναι αυτή η ελευθερία; Μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς το κράτος;

 Το παραπάνω κομμάτι του Λένιν συνεχίζεται με ένα από τα πιο σημαντικά αποσπάσματα για την κομμουνιστική κοινωνία.

«Μόνο τότε είναι δυνατή και θα εφαρμοστεί η πραγματικά ολοκληρωμένη, η πραγματικά χωρίς καμία εξαίρεση δημοκρατία. Και μόνο τότε η δημοκρατία θα αρχίσει να απονεκρώνεται για τον απλούστατο λόγο ότι οι άνθρωποι, απολυτρωμένοι από την καπιταλιστική δουλεία, από τις αναρίθμητες φρικαλεότητες, αγριότητες, παραλογισμούς και αισχρότητες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, θα συνηθίσουν σιγά- σιγά να τηρούν τους στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης, που είναι γνωστοί από αιώνες και επαναλαμβάνονται εδώ και χιλιάδες χρόνια σε όλους τους κώδικες, να τους τηρούν δίχως βία, δίχως καταναγκασμό, δίχως υποταγή, δίχως τον ειδικό μηχανισμό καταναγκασμού που λέγεται κράτος».

Η μαρξιστική διδασκαλία είναι πολύτιμη και προσφέρει πέραν όλων των άλλων μια μεθοδολογία σκέψης και απάντησης στη διαμόρφωση των πολιτικών προγραμμάτων και προταγμάτων. Είναι καθήκον μας σήμερα, ακόμα περισσότερο μάλιστα μετά την ήττα και την κατάρρευση των κομμουνιστικών προσπαθειών του περασμένου αιώνα, όχι μόνο να διαμορφώσουμε μια επαναστατική τακτική και στρατηγική, όχι μόνο να παρουσιάσουμε την επαναστατική σύνδεση τακτικής και στρατηγικής (που είναι και το πιο δύσκολο) αλλά να μιλήσουμε θαρρετά και να απαντήσουμε στο ερώτημα αν μπορούμε να υπάρχουμε χωρίς, κράτος, εκμετάλλευση, εξουσία;  Και να πούμε πως ναι, κάτι τέτοιο είναι κατορθωτό και με μια έννοια και πιο εύκολο από παλιά λόγω των δυνατοτήτων της τεχνολογίας και της εργατικής τάξης. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη.

Η μαρξιστική και λενινιστική μεθοδολογία το αναγνωρίζουν αυτό πλήρως. Αντιλαμβάνονται ότι οι εργάτες έχουν μάθει να θεωρούν ως δεδομένα και σταθερά τα στοιχεία της κοινωνίας της εκμετάλλευσης. Όπως λέγαμε περίπου πριν μερικά χρόνια σε μια απόφαση της νΚΑ, σήμερα μπορεί να φαίνεται για πολλούς περισσότερο πιθανό το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού. Επομένως πραγματικά η διαδικασία (επιμένουμε, η διαδικασία, έχει σημασία ότι πρόκειται για μια εξελικτική πορεία, για αυτό ο όρος απονέκρωση) περάσματος θα χρειαστεί χρόνο, θα έχει καμπές, θα έχει αποτυπώματα της παλιάς κοινωνίας.

Οι φάσεις της κομμουνιστικής κοινωνίας

 Είναι χαρακτηριστικό πως τοποθετεί ο Μαρξ και επαναφέρει ο Λένιν την πρώτη ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το σοσιαλισμό. Αυτή είναι η κοινωνία που δεν «αναπτύχθηκε πάνω στη δική της βάση, αλλά μια κοινωνία που μόλις τώρα δα βγαίνει από την καπιταλιστική κοινωνία και που γι’ αυτό ακριβώς από κάθε άποψη, οικονομική, ηθική, πνευματική, φέρνει ακόμη πάνω της τη σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, από τα σπλάχνα της οποίας βγήκε.» Σε αυτή τη φάση, τα μέσα παραγωγής παύουν να είναι ιδιοκτησία μεμονωμένων ατόμων, αλλά περνούν στα χέρια της κοινωνίας, και ο κοινωνικός πλούτου κατανέμεται ισότιμα για την εργασία του καθενός.

Ο ίδιος ο Μαρξ, και στη συνέχεια ο Λένιν, αναγνωρίζουν όμως ότι αυτό δεν είναι το οριστικό τέλος της αδικίας κα των ανισοτήτων, ότι η αρχή της εξέλιξης προς τον «ολοκληρωμένο κομμουνισμό» μπορεί να εξαλείψει μόνο την αδικία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και δεν είναι σε θέση να εξαλείψει με μιας στην παραπέρα αδικία που συνίσταται στην κατανομή των καταναλωτικών αγαθών «ανάλογα με την εργασία» και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες.

Σε αυτό το σημείο βρίσκεται μια μεγάλη θεωρητική θέση του Μαρξ, η αναγνώριση ότι στη διαδικασία μετάβασης οι άνθρωποι, παρότι θα έχουν ανατρέψει τον καπιταλισμό, δεν θα είναι μεμιάς σε θέση να ζουν δίχως κανένα κανόνα δικαίου, για αυτό και το αστικό δίκαιο θα πάψει να υπάρχει μόνο στο βαθμό της μετατροπής της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής σε κοινή.

Το ανώτερο στάδιο του κομμουνισμού, ο ολοκληρωμένος κομμουνισμός θα έρθει μετά από μια σταδιακή διαδικασία απονέκρωσης του κράτους και όχι βέβαια μετά από κάποιο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Θα συναρτάται με το βαθμό που παύουν να υπάρχουν οι τάξεις, που διαμορφώνονται οι νέες σχέσεις.

Αυτό το σημείο αποτελεί μια ακόμα πλευρά για την οποία επιτίθεται με οξύ και ειρωνικό τρόπο τόσο στους αστούς και μικροαστούς ιδεολόγους όσο και στο αναρχικό ρεύμα. Αναφέρεται συγκεκριμένα στην προσπάθεια υπεράσπισης του καπιταλισμού μέσα από την υποκατάσταση «με συζητήσεις και φλυαρίες για ένα μακρινό μέλλον το φλέγον και επίκαιρο ζήτημα της σημερινής πολιτικής: την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών, τη μετατροπή όλων των πολιτών σε εργάτες και υπαλλήλους ενός μεγάλου «συνδικάτου», και συγκεκριμένα όλου του κράτους, και την παντελή υπαγωγή ολόκληρου του έργου όλου αυτού του συνδικάτου στο κράτος, στο κράτος των σοβιέτ εργατών και στρατιωτών βουλευτών.»

Η συζήτηση για το ουτοπικό ή μη του «ολοκληρωμένου κομμουνισμού» μπορεί να λειτουργήσει ως αντεπαναστατικό άλλοθι που είναι μεθοδολογικά λανθασμένο καθώς η ανώτερη φάση του κομμουνισμού δεν θα «οριστεί» με κάποια απόφαση αλλά θα αποτελεί τελικό προορισμό μιας ευρύτερης πορείας της οποίας παρότι μπορούμε να περιγράψουμε τις καμπές της δεν θα μπορούσαμε με τίποτα να εικονοποιήσουμε και να προβλέψουμε. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Λένιν, όσοι μιλάνε «για παράλογες ουτοπίες, για δημαγωγικές υποσχέσεις των μπολσεβίκων, για το ανέφικτο της “καθιέρωσης” του σοσιαλισμού, έχουν υπόψη τους ακριβώς το ανώτερο στάδιο ή τη φάση του κομμουνισμού, που κανένας όχι μόνο δεν υποσχέθηκε να την “καθιερώσει”, αλλά ούτε και το σκέφτηκε καν, γιατί γενικά δεν μπορεί κανείς να την “καθιερώσει”».

 Παρότι δεν είναι θέμα της παρούσας εισήγησης, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι αυτοί οι κανόνες συμβίωσης στους οποίους αναφέρεται ο Λένιν, βάσει των οποίων θα μπορούν να συνυπάρχουν οι άνθρωποι στην κομμουνιστική κοινωνία, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη για τους νόμους και το κράτος, εκεί όπου θα βασιλεύει η ελευθερία, δεν αποτελούν ούτε ουτοπικές ονειρώξεις ούτε βέβαια αποτυπώσεις του φυσικού δικαίου. Στο θέμα αυτό αναφέρεται ο Δημήτρης Καλτσώνης στο πρόσφατος τεύχος (94) της Ουτοπίας:

 «Οι στοιχειώδεις κανόνες συμβίωσης των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται ο Λένιν δεν είναι κάποιοι a priori δοσμένοι κανόνες στην ανθρωπότητα. Αντιθέτως διαμορφώθηκαν μαζί με την ανθρώπινη κοινωνία , σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Σε μια πρωτόλεια μορφή τους συναντάμε στις κοινωνίες του πρωτόγονου κοινοτικού συστήματος. Αρετές όπως ο σεβασμός του άλλου, η ειλικρίνεια, η αλληλεγγύη, η γενναιοδωρία κλπ αποτελούν σύμφωνα με μαρτυρίες ανθρωπολόγων χαρακτηριστικά του ανθρώπου στις κοινωνίες αυτές. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνυπάρχουν, όπως είναι λογικό , με μεταφυσικές και άλλες οπισθοδρομικές αντιλήψεις καθώς και με νέα στοιχεία που προσιδιάζουν στα εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα στο βαθμό που έχει ξεκινήσει η διαδικασία διάσπασης της κοινωνίας σε τάξεις. Συνυπάρχουν επίσης χαρακτηριστικά βάρβαρης αντιμετώπισης του ανθρώπου στο βαθμό που η πενιχρότητα των μέσων κατανάλωσης  (που οφείλεται στο εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων) ωθεί στη βία για την εξασφάλιση των αναγκαίων προς το ζην.

Μέσα στην πορεία της ανθρωπότητας τα χαρακτηριστικά αυτά, μαζί με άλλα που διαμορφώθηκαν στη συνέχεια κυρίως από τις κάθε φορά υφιστάμενες την εκμετάλλευση κοινωνικές τάξεις (καθώς και τα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής ηθικής που θα αρχίσουν να διαμορφώνονται μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση), αποτελούν ένα σύνολο κανόνων ομαλής συμβίωσης των ανθρώπων, που όμως η τήρησή τους εμποδίζεται από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εκμετάλλευσης, της βίας και της καταπίεσης, της επιβολής της ιδεολογίας και της ηθικής των κυρίαρχων τάξεων.»

Αντί επιλόγου.

Κλείνοντας θα ήθελα μια ακόμα μικρή παρέμβαση. Είναι αλήθεια ότι η εισήγηση, αυτή παρότι καταπιάνεται με την αντίληψη του Λένιν για το Κράτος, πορεύτηκε στον σχετικά πιο εύκολο δρόμο της παρουσίασης του «Κράτος και Επανάσταση» χωρίς να αναφερθεί καθόλου στα πολύ κρίσιμα συμπεράσματα από τις συγκεκριμένες προσπάθειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στα απείρως δυσκολότερα ερωτήματα που προέκυψαν μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αλήθεια, φαίνεται σαν όλα αυτά να είναι ανολοκλήρωτα, σαν να είναι θεωρίες, σημαντικές αλλά μόνο προεπαναστατικά, αφού η συνταρακτική πορεία από το 17 μέχρι την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» φανερώνει ότι μάλλον δεν έφτασε ούτε στα μισά η διαδρομή που προσπαθούσαν να περιγράψουν ο Μαρξ και ο Λένιν. Θα αποφύγω αυτή τη δύσκολη πρόκληση, τη μελέτη των μετέπειτα εξελίξεων (που θα αναφερθεί σε ένα βαθμό στις επόμενες εισηγήσεις) λέγοντας μερικές σκέψεις.

Είναι γνωστό ότι ο Λένιν εμπνεύστηκε και πρωταγωνίστησε σε όλες τις επιλογές που υλοποίησε η σοβιετική κυβέρνηση στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια (πολεμικός κομμουνισμός, ΝΕΠ …) όντας πάντοτε αποφασιστικά σκληρός απέναντι σε μια εύκολη κριτική για ένα άμεσο και χωρίς εμπόδια πέρασμα στο σοσιαλισμό- κομμουνισμό. Ωστόσο, ήταν από τους λίγους που αντιλαμβάνονταν μέχρι τελευταία στιγμή την ιστορική προσωρινότητα όλων των μορφών που οι ιστορικές στιγμές επέβαλλαν, κρατώντας πάντοτε σφιχτά όλα τα στοιχεία της θεωρίας για το μέλλον προς τον ολοκληρωμένο κομμουνισμό. Για να μπω και λίγο στα χωράφια ενός επόμενου ομιλητή, όπως περιγράφει ο Λούκατς, ο Λένιν ήταν ο μοναδικός από τους ηγέτες των πρώτων χρόνων μετά το 17 που παρότι ανέλυε και υπερασπιζόταν θερμά κάθε αναγκαία παραχώρηση, την αναγνώριζε ανοιχτά ως έναν υποχρεωτικό συμβιβασμό, χωρίς να συσκοτίζει την επαναστατική θεωρία, χωρίς να την υποβιβάζει σε απολογητή κάθε τακτικής επιλογής, επιδιώκοντας ακόμα και στους πιο αρνητικούς συσχετισμούς να διατηρείται ο στρατηγικός προσανατολισμός και να φυλάσσονται τα σπέρματα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας που θα γεννήσουν την ολοκλήρωσή της μέχρι το «βασίλειο της ελευθερίας».

Και αυτό δεν επιχειρεί να καθαγιάσει έναν «αλάθητο» Λένιν, αλλά να φωτίσει την πιο πολύτιμη πλευρά,  που ίσως να διαθέτει περισσότερο από τον καθένα στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Την τέχνη του συνδυασμού του μικρού με το μεγάλο, του θεωρητικά γενικού με το ιστορικά συγκεκριμένο, χωρίς να είναι ούτε εμπειριστής ούτε δογματιστής αλλά μάλλον ένας θεωρητικός της πράξης, ένας πρακτικιστής της θεωρίας. Έτσι τον περιγράφει ο Λούκατς, από ένα κείμενο του οποίου θα κλέψω μια ιστορία για κλείσιμο που δείχνει αυτή τη μοναδική συνύπαρξη των πιο αγνών ανθρώπινων αξιών με την πιο σκληρή ή και κυνική ετοιμότητα της καθημερινής δράσης. Πρόκειται για μια εξιστόρηση του Γκόρκυ για ένα σχόλιο του Λένιν κάποια στιγμή που άκουγε την Αppasionata του Μπετόβεν:

«Η Appasionata είναι το ωραιότερο πράγμα που ξέρω. Θα μπορούσα να την ακούω κάθε μέρα. Τι θαυμάσια, σχεδόν υπεράνθρωπη μουσική! Πάντα σκέφτομαι με υπερηφάνεια – ίσως να είναι απλοϊκό που το λέω- τι υπέροχα πράγματα μπορούν να κάνουν τα ανθρώπινα πλάσματα». Έπειτα μισόκλεισε τα μάτια του, χαμογέλασε, και πρόσθεσε θλιμμένα: « Αλλά δεν μπορώ να ακούω μουσική πολύ συχνά. Επηρεάζει τα νεύρα μου έτσι, ώστε, μάλλον θα έλεγα ανοησίες και θα χάιδευα τα κεφάλια των ανθρώπων που ζουν σε τούτη τη βρομερή κόλαση και μπορούν ακόμα να δημιουργούν τέτοια ομορφιά. Αλλά τώρα δεν είναι ο καιρός για να χαϊδεύεις κεφάλια. Μπορεί να σου δαγκώσουν το χέρι. Πρέπει να χτυπούμε χωρίς έλεος στο κεφάλι ανθρώπους, έστω και αν ιδεολογικά είμαστε εναντίον της βίας μεταξύ των ανθρώπων. Α, η δουλειά μας είναι διαβολικά δύσκολη.»

*Στο κάμπινγκ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ που έγινε το καλοκαίρι στο Πήλιο έλαβαν χώρα μια σειρά από εκδηλώσεις και θεματικά εργαστήρια, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν εισηγήσεις από ομάδες εργασίας της νΚΑ. Μια από αυτές είχε τη θεματική «Οι Λένιν, Γκράμσι και Λούκατς για το Κράτος, την αστική και την εργατική δημοκρατία.» Παρουσιάζεται σήμερα η πρώτη από τις τρείς εισηγήσεις που επικεντρώθηκε στο έργο του Λένιν. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για κείμενο μιας προφορικής ομιλίας και όχι για κείμενο που προοριζόταν να είναι γραπτό. Θα ακολουθήσουν και άλλες αναρτήσεις σταδιακά.

Advertisement

Ένα σχόλιο

  1. Παράθεμα: O Λένιν για το κράτος « η Λέσχη