Χούντα ή δημοκρατία;
γράφει ο Κώστας Φουρίκος
Το συγκεκριμένο άρθρο γράφεται λίγες μέρες μετά την απεργιακή κινητοποίηση της 11ης Μαΐου, που σημαδεύτηκε από ξύλο, δακρυγόνα και δεκάδες τραυματισμούς (με τον 31χρονο Γ. Καυκά να δίνει κυριολεκτικά μάχη για τη ζωή του), προληπτικές προσαγωγές και δεκάδες συλλήψεις διαδηλωτών (ανάμεσά τους και ανήλικοι). Στο ίδιο ακριβώς διάστημα παρακρατικές ομάδες ακροδεξιών (Χρυσή Αυγή και Σια) με την κάλυψη των δυνάμεων της αστυνομίας διεξάγουν πογκρόμ εναντίον μεταναστών σε περιοχές της Αθήνας εκμεταλλευόμενες την αποτρόπαια δολοφονία του 44χρονου Μανώλη Καντάρη στο κέντρο της Αθήνας. Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της πάταξης του «εχθρού λαού» τον τελευταίο χρόνο είναι ακόμη πιο εντυπωσιακά: Εκατοντάδες επίσημα καταγεγραμμένοι τραυματισμοί διαδηλωτών, εκατοντάδες συλλήψεων στα πλαίσια εργατικών και νεολαιίστικων κινητοποιήσεων, δεκάδες απαγορευμένες απεργίες ως παράνομες και καταχρηστικές και δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι (προφυλακισμένοι ή καταδικασμένοι).
Αν πάμε τώρα στις λειτουργίες του κοινοβουλευτισμού και συνολικά των αστικοδημοκρατικών θεσμών αυτές έχουν καταφέρει να προσεγγίσουν ειδικά τον τελευταίο χρόνο το ανώτατο στάδιο της κατά περίπτωση αυτοαναίρεσης και εκφυλισμού. Που να σταθεί κανείς; Στις αποφάσεις δικαστηρίων που όταν ξεφεύγουν έστω και ελάχιστα από τις κυβερνητικές κατευθύνσεις γράφονται στα παλαιότερα των υποδημάτων της κυβέρνησης, όπως έγινε στην Κερατέα; Στις φωνές των «έγκυρων» (και άσχετων με την όποια αριστερά) νομικών επιστημόνων όπως οι Μπέης και Κασιμάτης που καταγγέλλουν την αντισυνταγματικότητα και τον παράνομο τρόπο που η κυβέρνηση ψήφισε και υλοποιεί το μνημόνιο; Ή στο γεγονός της πιο απροκάλυπτης και ταυτόχρονα προκλητικής για τη μεταπολίτευση όχι απλά αθέτησης κάποιων προεκλογικών εξαγγελιών αλλά αναίρεσης ολόκληρης της προεκλογικής «συζήτησης» που στήθηκε μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στις τελευταίες εθνικές εκλογές οι οποίες έφεραν στη κυβέρνηση το πρώτο;
Κι αν αφήσουμε το «βαθύ» κράτος και τον «κοινοβουλευτικό – νομικό πλούτο» της χώρας και στρέψουμε την προσοχή μας προς το θαυμαστό κόσμο των ΜΜΕ, εκεί πια η αναπόληση της ένδοξης ΥΕΝΕΔ στη βάση των όσων συμβαίνουν σήμερα μόνο ως υπερβολή δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Εκεί πλέον έχουμε το «η ισχύς εν τη ενώσει» γύρω από την ιδεολογική τρομοκρατία του χρέους και της εμπέδωσης μιας νέου τύπου εθνικής ομοψυχίας συμπυκνωμένης στο «αλλάζουμε ή βουλιάζουμε». Μόνος χαμένος ο τηλεθεατής – ακροατής – εργαζόμενος και κάθε διαφορετική φωνή που είχε καταφέρει να επιβιώσει ένα προηγούμενο διάστημα και τώρα αποπέμπεται παραδειγματικά κόντρα ακόμη και στα κριτήρια εμπορικότητας (βλέπε την περίπτωση του Άρη Χατζηστεφάνου και της απόλυσης του από το ΣΚΑΪ με την κατηγορία της «άσκησης ακροαριστερής προπαγάνδας»).
Η νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δε δίστασαν να χαρακτηρίσουν όλα τα παραπάνω στοιχεία και την κατάσταση που αυτά συνθέτουν ως σύγχρονη χούντα, έχοντας φυσικά επίγνωση ότι δεν έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα, η βουλή δεν καταργήθηκε τυπικά και το πολιτικό φρόνημα δεν έχει επίσης τυπικά ποινικοποιηθεί. Την ίδια τοποθέτηση είχαν και έχουν πολλοί κλάδοι και ομάδες αγωνιζόμενων σε μάχες εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Ποια η αντίδραση του πολιτικού κόσμου στο ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού που δε διστάζει να φωνάξει: «Κάτω η Χούντα»; Αποτροπιασμός, φρίκη και καταγγελία, από όλες σχεδόν τις πτέρυγες του κοινοβουλίου, αν και από διαφορετική αφετηρία όσον αφορά το κομμάτι της αριστεράς.
Το μπλοκ του μνημονίου ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑΟΣ με την εφεδρεία της Δημοκρατικής «Αριστεράς» και τα πρωτοκλασάτα παπαγαλάκια τους θεωρούν φασισμό και απειλή για τη δημοκρατία τέτοιες τοποθετήσεις. Η επίσημη αριστερά στην εκδοχή του ΚΚΕ μας ενημερώνει πως ο χαρακτηρισμός χούντα είναι αποπροσανατολιστικός και «βγάζει λάδι» το ΠΑΣΟΚ αφού δίνει το βάρος στο ξένο παράγοντα και όχι στην ελληνική κυβέρνηση(!) Ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και άλλες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς στέκονται στο «άδικο» του χαρακτηρισμού που κατά τη γνώμη τους παραγνωρίζει τη δυσκολία και τις κακουχίες που αντιμετώπιζε ο αγωνιζόμενος δημοκρατικός λαός την περίοδο της επταετίας και υπερτιμά(!) τις δυσκολίες που συνθέτουν τη σημερινή περίοδο.
Αυτή η ιστορική «υπερευαισθησία» και ο σχολαστικισμός ακαδημαϊκού επίπεδου καταλήγει στο να υπερασπίζεται την κοινοβουλευτική δημοκρατία που απαλλαγμένη από κάποιες ακρότητες μπορεί να δώσει σήμερα τη δυνατότητα στο λαό να κυριαρχήσει. Κοινό στοιχείο και των δύο όψεων της επίσημης αριστεράς είναι τελικά «η ατολμία στις στιγμές που παίζονται τα πάντα». Η ατολμία στους χαρακτηρισμούς πάει χέρι – χέρι με την ατολμία στη δράση και στους στόχους, στην τακτική και τη στρατηγική πρόταση που θέτουν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί εκτός από τη λέξη χούντα απουσιάζει και η λέξη επανάσταση ή εξέγερση (έστω και αυτή κατά τη διάρκεια της οποίας δε θα σπάσει ούτε τζάμι).
Από τη μεριά μας, εμείς οι «βλάσφημοι», ειδικά σήμερα, νιώθουμε την ανάγκη να δηλώσουμε ξανά ότι επιμένουμε στους χαρακτηρισμούς μας. Ότι καταλαβαίνουμε προφανώς τις διαφορές της σημερινής ιστορικής περιόδου από αυτήν του Παπαδόπουλου και του Μεταξά και παρόλο που στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας βρίσκεται η ΓΑΔΑ και όχι το ΕΑΤ – ΕΣΑ, οι εργαζόμενοι και η νεολαία αυτής τη χώρας έχουν δικαίωμα να χαρακτηρίζουν αυτό που ζούνε ως χούντα. Και πολύ περισσότερο έχουν το δικαίωμα να εξεγερθούν απέναντι σε αυτή την κατάσταση. Η δε αριστερά οφείλει θυμηθεί τα λόγια των κλασσικών του μαρξισμού που χαρακτήριζαν την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία συγκαλυμμένη μορφή της δικτατορίας της αστικής τάξης πάνω στην εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, ότι ο ίδιος ο φασιστικός – ναζιστικός κίνδυνος ανέτειλε στο έδαφος κρισιακών οικονομικών φαινομένων και ως αντίβαρο στην ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Ότι η ιστορία μας διδάσκει πως το αστικό στρατόπεδο για να περάσει τη «λεπτή κόκκινη γραμμή» από την κοινοβουλευτική δημοκρατία στα έκτακτα ανελεύθερα καθεστώτα των δικτατοριών, το μόνο που χρειάζεται είναι να νιώσει ότι κλονίζεται απειλητικά η κερδοφορία και η πολιτική του κυριαρχία και πως τέτοια «περάσματα» δε γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Προετοιμάζονται, προκαλούνται, σχεδιάζονται.
Σε αυτή τη βάση πιστεύουμε ότι η αριστερά οφείλει να διατυπώσει έγκαιρα τους χαρακτηρισμούς, τους στόχους και το λόγο της και στη συνέχεια να «τιμήσει» το λόγο αυτό με τα έργα και τις πράξεις της. Γιατί κι εμείς αν επιμένουμε στο ότι «έχουμε να κάνουμε με χούντα» είναι από τη μία για να τονίσουμε τα αναβαθμισμένα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την ταραγμένη σημερινή περίοδο και από την άλλη για να θέσουμε τον πήχη εκεί, που σε αυτήν την περίοδο, αρμόζει.
Η ιστορία μας καθοδηγεί: ΚΑΜΙΑ ΧΟΥΝΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΚΗΤΗ.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο τεύχος #15 των Αναιρέσεων που κυκλοφορεί
ΣΧΟΛΙΑΣΑΝ