Το τέλος του κόσμου, φάρσα και υπερθέαμα

της Αφροδίτη Πολίτη

Οταν ζούμε ούτως ή άλλως με το φόβο – της απόλυσης, της κατάσχεσης, των δανείων, της γρίππης– τι πιο καθησυχαστικό από το να βλέπουμε σε γιγαντοοθόνη το σύμπαν να γκρεμίζεται συθέμελα και τα σύμβολα της παντοδυναμίας του καπιταλισμού να καταρρέουν, όχι από κάποια κοινωνική επανάσταση, αλλά εκπληρώνοντας μία μεταφυσική προφητεία;

Δεν μας τρομάζουν τα νέα μέτρα, δεν μας τρομάζει το ασφαλιστικό. Μας τρομάζει όμως το τέλος του κόσμου, αυτό που υποτίθεται προβλέπουν τα ημερολόγια των Μάγιας και το τοποθετούν στις 21/12/2012, όταν μία σπάνια αστρονομική συγκυρία θα φέρει σεισμούς, κατακλυσμούς, τσουνάμι, λιώσιμο των πάγων, και συνεπώς τη συντέλεια.

Βασισμένη σε αυτά τα εσχατολογικά σενάρια και την αντίστοιχη κερδοφόρα παραφιλολογία των σύγχρονων Νοστράδαμων είναι το τελευταίο μπλοκμπάστερ του Ρολαντ Εμεριχ 2012, που είχε ρεκόρ εισιτηρίων και στην Ελλάδα και θεωρείται ήδη η πιο πετυχημένη ταινία καταστροφής που έχει γυριστεί.

Πόσες φορές ακόμα θα δούμε τον κόσμο να τελειώνει, και από πόσες ακατονόμαστες αιτίες; Γκοτζιλα, εξωγήινοι, ξεπαγωμένοι δεινόσαυροι, τέρατα με πλοκάμια, φυσικά φαινόμενα, μετεωρίτες, έχουν φέρει τον πλανήτη στο σημείο μηδέν και τους θεατές στις αίθουσες δεκάδες φορές την τελευταία δεκαπενταετία, καθώς η τεχνολογία των ψηφιακών γραφικών και το φοβικό κλίμα της μετα-ψυχροπολεμικής εποχής αναθέρμαναν το ενδιαφέρον για τις ταινίες καταστροφής.

Οταν ζούμε ούτως ή άλλως με το φόβο – της απόλυσης, της κατάσχεσης, των δανείων, της γρίππης– τι πιο καθησυχαστικό από το να βλέπουμε σε γιγαντοοθόνη το σύμπαν να γκρεμίζεται συθέμελα και τα σύμβολα της παντοδυναμίας του καπιταλισμού να καταρρέουν, όχι από κάποια κοινωνική επανάσταση, αλλά εκπληρώνοντας μία μεταφυσική προφητεία; Τι πιο ανακουφιστικό από το να παρακολουθούμε τον πρωταγωνιστή –συνήθως λευκός ήρωας δράσης, όπως ο Μπρους Γούιλις ή ο Τομ Κρουζ, μαύρος Μεσσίας όπως ο Γουίλ Σμιθ, ή έστω αποφασισμένος διανοούμενος όπως τώρα ο Τζον Κιούζακ, να παλεύουν για να σώσουν όχι μόνο το τομάρι τους, αλλά και τους αγαπημένους τους, και τελικά την τιμή του έθνους και της ανθρωπότητας– καθώς ο πλανήτης είναι η Αμερική.

Από την άλλη το τέλος του κόσμου όπως το βλέπει ο Γούντι Αλεν, στην ξαναζεσταμένη αλλά ευχάριστη κωμωδία Κι αν σου Κάτσει (Whatever Works), είναι μια φάρσα, ένας λυγμός, μία αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, ένα παραμύθι τόσο ψεύτικο και ξύλινο, σαν το σανίδι μιας σκηνής που τρίζει. Εσκεμμένα μη ρεαλιστικό και θεατρικό το τελευταίο πόνημα του 76άχρονου σκηνθέτη, τον βρίσκει να επιστρέφει στην αγαπημένη του Νέα Υόρκη, για να διηγηθεί μία απλοϊκή ιστοριούλα, που την είχε στο συρτάρι του από τη δεκαετία του ’70. Μάλιστα ο πρωταγωνιστικός ρόλος προοριζόταν για τον σπουδαίο ηθοποιό Ζέρο Μόστελ – συμπρωταγωνιστή του Γούντι Αλεν στην πολιτική κωμωδία του Μαρτιν Ριτ Η Βιτρίνα.

Από τις διασημότερες σκηνές της Βιτρίνας είναι η σκηνή που ο Ζέρο Μόστελ, ένας αριστερός που έχει μπει στη Μαύρη Λίστα του ΜακΚάρθι, αυτοκτονεί με θεατρικό και ανάλαφρο τρόπο, πέφτοντας από το παράθυρο, σαν να αποχωρεί από μία θεατρική φαρσοκωμωδία. Με μια αυτοκτονία που δεν πέτυχε ξεκινά η νέα ζωή του Μπόρις Γέλνικοφ –που τον υποδύεται ο κωμικός Λαρι Ντέιβιντ– στο Κι αν σου Κάτσει, που του κληροδότησε ένα χωλό πόδι, και περισσότερη χολή στις δηλητηριώδεις ατάκες του. Ένα βράδυ ένα όμορφο χαμίνι, σαν βγαλμένη από ταινία του Τσάπλιν, μία εύθραυστη ξανθή κοπέλα από το Νότο, η Μέλοντι, έρχεται σαν λαγουδάκι του Πάσχα στο φτωχικό του κακιασμένου εβραίου, πρώην καθηγητή κβαντομηχανικής, άσχημου καραφλού εξηντάρη και τον παρακαλεί για λίγο φαγάκι και φιλοξενία. Εκείνη τον θαυμάζει για το ειρωνικό του χιούμορ, εκείνος κάμπτεται και την παντρεύεται, μετά έρχεται η μαμά που από θεούσα γίνεται απελευθερωμένη καλλιτέχνιδα, ακολουθεί ο μπαμπάς που αλλάζει αντιστοίχως, και όλοι είναι μια ωραία ατμόσφαιρα, σε ένα ψεύτικο σκηνικό. Τίποτα δεν είναι αληθινό, και όλα επιτρέπονται, σε αυτή τη νοσταλγική, αλλά βαθιά μηδενιστική ταινία, που βγάζει τη γλώσσα και στον ίδιο τον Γούντι Αλεν, ο οποίος σερβίρει εν γνώσει του τα σεναριακά του αποφάγια, έχοντας κερδίσει το δικαίωμα να το κάνει μετά από 45 χρόνια στο κινηματογραφικό κουρμπέτι. Η δύναμη και η αδυναμία της ταινίας είναι η αντιθετική συνύπαρξη της μικρής και όμορφης επαρχιώτισσας, την οποία υποδύεται η δροσερή ντεμπιτάντ Eβαν Ρέιτσελ Γουντ, και του πικρόχολου κουτσού νεοϋορκέζου – άλτερ έγκο του ίδιου του Γούντι Αλεν, που προσφέρει τη δυνατότητα για μερικά πετυχημένα σκετς, αλλά είναι τόσο αταίριαστη που σχεδόν σε απωθεί να τη βλέπεις στην οθόνη. Πρώτος από όλους το γνωρίζει ο σκηνοθέτης, γι’αυτό και δεν κάνει καμία προσπάθεια να μας πείσει ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Μόνος του ρίχνει το φράγμα του 4ου τοίχου, απευθυνόμενος στο κοινό, σαν από σκηνή θεάτρου, θυμίζοντάς μας πως στη ζωή όλα είναι τυχαία, γι’αυτο τη βολεύουμε με «Ο,τι κάτσει».

Ο Γούντι Αλεν, σχεδόν μία 35ετία μετά τη Βιτρίνα, παραμένει ο κυνικός και δειλός εβραίος Χάουαρντ Πρινς, που υποδύεται για χάρη των προγραμμένων φίλων του το σεναριογράφο – βιτρίνα, χωρίς να δίνει μία για τον αγώνα τους και τα πιστεύω τους. Κι αν στη Βιτρίνα η αυτοκτονία του φίλου του και ο έρωτας για μια γυναίκα είναι ικανά να τον ταρακουνήσουν, στο Κι αν Σου Κάτσει;, όλα είναι ένα ψέμα, μια σαρκαστική ατάκα, ένα κούφιο καρύδι.

από την εβδομαδιαία εφημερίδα “ΠΡΙΝ” , δημοσιεύθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 2009

Advertisement

Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.